ζάρωμα — το [ζαρώνω] σχηματισμός πτυχών ή ρυτίδων, πτύχωση, σούφρωμα, ρυτίδωση … Dictionary of Greek
πεπονιά — (κουκουμίδα). Φυτό της οικογένειας των Κουκουρβιτιδών (δικοτυλήδονα), γνωστό για τους χοντρούς εδώδιμους καρπούς του, τα πεπόνια, κατάγεται από την Ασία και την υποτροπική Αφρική και καλλιεργείται από τα αρχαιότερα χρόνια. Είναι φυτό ποώδες, με… … Dictionary of Greek
ρίκνωση — η / ῥίκνωσις, ώσεως, ΝΜΑ [ῥικνῶ] το αποτέλεσμα τού ρικνώνω, ρυτίδωση, συστολή, ζάρωμα, ρίκνωμα … Dictionary of Greek
ρικνότητα — η / ῥικνότης, ητος, ΝΑ [ῥικνός] ύπαρξη ρυτίδων, ρυτίδωση, ζάρωμα, σούφρωμα αρχ. η καμπυλότητα … Dictionary of Greek
ρυσότης — ητος, ἡ, Α [ῥυσός] ρυτίδωση, ζάρωμα … Dictionary of Greek
ρυτιδώνω — ῥυτιδῶ, όω, ΝΑ [ῥυτίς, ίδος] (μτβ.) προξενώ ρυτίδωση σε κάποιον ή σε κάτι, ζαρώνω κάποιον ή κάτι αρχ. μτφ. κατηγορώ κάποιον ψευδώς και κακοβούλως, διαβάλλω … Dictionary of Greek
ρύσωση — η / ῥύσωσις, ώσεως, ΝΑ [ῥυσῶ (ΙΙ)] ρυτίδωση, ζάρωση … Dictionary of Greek
Βουσμάνοι — Αφρικανικός λαός, θεωρούμενος πρωτομορφικός σε σχέση με τη αφρικανική ομάδα. Οι Β. διαφέρουν από τους άλλους καθαυτό νεγροειδείς λαούς σε διάφορα χαρακτηριστικά, μεταξύ των οποίων είναι το μελαχρινοκιτρινωπό χρώμα του δέρματος, τα αραιά μαλλιά, η … Dictionary of Greek
ορεογένεση — Το σύνολο των γεωλογικών φαινομένων που προκάλεσαν τον σχηματισμό των ορεινών αλυσίδων. Ο κλάδος της γεωλογίας που διατυπώνει τις διάφορες υποθέσεις περί ορεογένεσης ονομάζεται τεκτονική και μελετά τις αιφνίδιες παραμορφώσεις (πτυχώσεις,… … Dictionary of Greek
ζάρωμα — το, ατος σχηματισμός πτυχών ή ρυτίδων, πτύχωση, ρυτίδωση: Ζάρωμα προσώπου, φορέματος κ.ά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)